δυσμαί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυσμαί < αρχαία ελληνική δυσμαί < δυσμή
Ουσιαστικό
δυσμαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- η δύση
- από δυσμάς προς ανατολάς
Μεταφράσεις
δυσμαί
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.