δυσανασχετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
δυσανασχετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσανασχετώ
- θα δυσανασχετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσανασχετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
δυσανασχετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυσανασχέτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.