δραματοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δραματοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραματοποιώ
  2. θα δραματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραματοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δραματοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραματοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.