δονήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δονήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δονώ
  2. θα δονήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δονώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δονήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δόνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.