διώχνομε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðʝo.xno.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διώχνομε
ομόηχο: διώχνομαι

Ρηματικός τύπος

διώχνομε

  • (λόγιος τύπος) άλλη μορφή του διώχνουμε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διώχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.