διώξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διώξεις (ˈðʝo.ksis)
Ρηματικός τύπος
διώξεις (ðiˈo.ksis)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διώξεις (ðiˈo.ksis) θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δίωξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.