δισκοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δισκοβολώ < (ελληνιστική κοινή) δισκοβολέω / δισκοβολῶ < αρχαία ελληνική δίσκος + βάλλω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δισκοβόλος, δίσκος και βάλλω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δισκοβολώ | δισκοβολούσα | θα δισκοβολώ | να δισκοβολώ | δισκοβολώντας | |
| β' ενικ. | δισκοβολείς | δισκοβολούσες | θα δισκοβολείς | να δισκοβολείς | (δισκοβόλει) | |
| γ' ενικ. | δισκοβολεί | δισκοβολούσε | θα δισκοβολεί | να δισκοβολεί | ||
| α' πληθ. | δισκοβολούμε | δισκοβολούσαμε | θα δισκοβολούμε | να δισκοβολούμε | ||
| β' πληθ. | δισκοβολείτε | δισκοβολούσατε | θα δισκοβολείτε | να δισκοβολείτε | δισκοβολείτε | |
| γ' πληθ. | δισκοβολούν(ε) | δισκοβολούσαν(ε) | θα δισκοβολούν(ε) | να δισκοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δισκοβόλησα | θα δισκοβολήσω | να δισκοβολήσω | δισκοβολήσει | ||
| β' ενικ. | δισκοβόλησες | θα δισκοβολήσεις | να δισκοβολήσεις | δισκοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | δισκοβόλησε | θα δισκοβολήσει | να δισκοβολήσει | |||
| α' πληθ. | δισκοβολήσαμε | θα δισκοβολήσουμε | να δισκοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | δισκοβολήσατε | θα δισκοβολήσετε | να δισκοβολήσετε | δισκοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | δισκοβόλησαν δισκοβολήσαν(ε) |
θα δισκοβολήσουν(ε) | να δισκοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δισκοβολήσει | είχα δισκοβολήσει | θα έχω δισκοβολήσει | να έχω δισκοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δισκοβολήσει | είχες δισκοβολήσει | θα έχεις δισκοβολήσει | να έχεις δισκοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δισκοβολήσει | είχε δισκοβολήσει | θα έχει δισκοβολήσει | να έχει δισκοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δισκοβολήσει | είχαμε δισκοβολήσει | θα έχουμε δισκοβολήσει | να έχουμε δισκοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δισκοβολήσει | είχατε δισκοβολήσει | θα έχετε δισκοβολήσει | να έχετε δισκοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δισκοβολήσει | είχαν δισκοβολήσει | θα έχουν δισκοβολήσει | να έχουν δισκοβολήσει |
| |
Μεταφράσεις
δισκοβολώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.