διπλοκλειδώνω
Νέα ελληνικά (el)
- διπλομανταλώνω
- διπλαμπαρώνω
- διπλοκλειδαμπαρώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διπλοκλειδώνω | διπλοκλείδωνα | θα διπλοκλειδώνω | να διπλοκλειδώνω | διπλοκλειδώνοντας | |
| β' ενικ. | διπλοκλειδώνεις | διπλοκλείδωνες | θα διπλοκλειδώνεις | να διπλοκλειδώνεις | διπλοκλείδωνε | |
| γ' ενικ. | διπλοκλειδώνει | διπλοκλείδωνε | θα διπλοκλειδώνει | να διπλοκλειδώνει | ||
| α' πληθ. | διπλοκλειδώνουμε | διπλοκλειδώναμε | θα διπλοκλειδώνουμε | να διπλοκλειδώνουμε | ||
| β' πληθ. | διπλοκλειδώνετε | διπλοκλειδώνατε | θα διπλοκλειδώνετε | να διπλοκλειδώνετε | διπλοκλειδώνετε | |
| γ' πληθ. | διπλοκλειδώνουν(ε) | διπλοκλείδωναν διπλοκλειδώναν(ε) |
θα διπλοκλειδώνουν(ε) | να διπλοκλειδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διπλοκλείδωσα | θα διπλοκλειδώσω | να διπλοκλειδώσω | διπλοκλειδώσει | ||
| β' ενικ. | διπλοκλείδωσες | θα διπλοκλειδώσεις | να διπλοκλειδώσεις | διπλοκλείδωσε | ||
| γ' ενικ. | διπλοκλείδωσε | θα διπλοκλειδώσει | να διπλοκλειδώσει | |||
| α' πληθ. | διπλοκλειδώσαμε | θα διπλοκλειδώσουμε | να διπλοκλειδώσουμε | |||
| β' πληθ. | διπλοκλειδώσατε | θα διπλοκλειδώσετε | να διπλοκλειδώσετε | διπλοκλειδώστε | ||
| γ' πληθ. | διπλοκλείδωσαν διπλοκλειδώσαν(ε) |
θα διπλοκλειδώσουν(ε) | να διπλοκλειδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διπλοκλειδώσει | είχα διπλοκλειδώσει | θα έχω διπλοκλειδώσει | να έχω διπλοκλειδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διπλοκλειδώσει | είχες διπλοκλειδώσει | θα έχεις διπλοκλειδώσει | να έχεις διπλοκλειδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διπλοκλειδώσει | είχε διπλοκλειδώσει | θα έχει διπλοκλειδώσει | να έχει διπλοκλειδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διπλοκλειδώσει | είχαμε διπλοκλειδώσει | θα έχουμε διπλοκλειδώσει | να έχουμε διπλοκλειδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διπλοκλειδώσει | είχατε διπλοκλειδώσει | θα έχετε διπλοκλειδώσει | να έχετε διπλοκλειδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διπλοκλειδώσει | είχαν διπλοκλειδώσει | θα έχουν διπλοκλειδώσει | να έχουν διπλοκλειδώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.