διορθωτικό
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
διορθωτικό ουδέτερο
- λευκό υγρό που επικαλύπτει τα λάθη πάνω σε ένα γραπτό και όταν στεγνώνει μπορείς να γράψεις πάνω του
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διορθωτικό
- αιτιατική ενικού του διορθωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διορθωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.