διοικών

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

διοικών < μετοχή ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος διοικώ, αρχαία ελληνική διοικῶν

Επίθετο

διοικών -ούσα -ούν

οι διοικούντες αυτόν τον τόπο
η διοικούσα επιτροπή του οργανισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.