δικαιολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δικαιολογούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δικαιολογώ
Ρήμα
δικαιολογούμαι
- (για άνθρωπο) προβάλλω δικαιολογίες για πράξη ή παράλειψή μου
- μας έστησες τόση ώρα και μη δικαιολογείσαι - όλοι είναι πολύ εκνευρισμένοι για να σε ακούσουν
- για γεγονός για το οποίο υπάρχει δικαιολογία ή εξήγηση
- δεν δικαιολογείται η αργοπορία του
- για κάτι σχετικά με το οποίο κατατίθεται έγγραφο δικαιολογίας και γίνεται αποδεκτό
- ο μαθητής έχει σημειώσει 20 απουσίες, από τις οποίες οι 18 δικαιολογούνται λόγω ασθένειας
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δικαιολογούμαι | δικαιολογούμουν | θα δικαιολογούμαι | να δικαιολογούμαι | δικαιολογούμενος | |
| β' ενικ. | δικαιολογείσαι | δικαιολογούσουν | θα δικαιολογείσαι | να δικαιολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | δικαιολογείται | δικαιολογούνταν | θα δικαιολογείται | να δικαιολογείται | ||
| α' πληθ. | δικαιολογούμαστε | δικαιολογούμασταν δικαιολογούμαστε |
θα δικαιολογούμαστε | να δικαιολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | δικαιολογείστε | δικαιολογούσασταν δικαιολογούσαστε |
θα δικαιολογείστε | να δικαιολογείστε | δικαιολογείστε | |
| γ' πληθ. | δικαιολογούνται | δικαιολογούνταν | θα δικαιολογούνται | να δικαιολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δικαιολογήθηκα | θα δικαιολογηθώ | να δικαιολογηθώ | δικαιολογηθεί | ||
| β' ενικ. | δικαιολογήθηκες | θα δικαιολογηθείς | να δικαιολογηθείς | δικαιολογήσου | ||
| γ' ενικ. | δικαιολογήθηκε | θα δικαιολογηθεί | να δικαιολογηθεί | |||
| α' πληθ. | δικαιολογηθήκαμε | θα δικαιολογηθούμε | να δικαιολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | δικαιολογηθήκατε | θα δικαιολογηθείτε | να δικαιολογηθείτε | δικαιολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | δικαιολογήθηκαν δικαιολογηθήκαν(ε) |
θα δικαιολογηθούν(ε) | να δικαιολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δικαιολογηθεί | είχα δικαιολογηθεί | θα έχω δικαιολογηθεί | να έχω δικαιολογηθεί | δικαιολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις δικαιολογηθεί | είχες δικαιολογηθεί | θα έχεις δικαιολογηθεί | να έχεις δικαιολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δικαιολογηθεί | είχε δικαιολογηθεί | θα έχει δικαιολογηθεί | να έχει δικαιολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δικαιολογηθεί | είχαμε δικαιολογηθεί | θα έχουμε δικαιολογηθεί | να έχουμε δικαιολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δικαιολογηθεί | είχατε δικαιολογηθεί | θα έχετε δικαιολογηθεί | να έχετε δικαιολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δικαιολογηθεί | είχαν δικαιολογηθεί | θα έχουν δικαιολογηθεί | να έχουν δικαιολογηθεί | ||
Μεταφράσεις
δικαιολογούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.