δικαιολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δικαιολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικαιολογώ
  2. θα δικαιολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικαιολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δικαιολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δικαιολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.