διαχειμάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαχειμάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
  2. θα διαχειμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχειμάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαχειμάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαχείμαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.