διαφωτιστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διαφωτιστικά
<
διαφωτιστικός
+
-ά
Επίρρημα
διαφωτιστικά
με
διαφωτιστικό
τρόπο
Μεταφράσεις
διαφωτιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διαφωτιστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
διαφωτιστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.