διαφυλάξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαφυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφυλάττω
- θα διαφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφυλάττω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαφυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφύλαξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.