διασταυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διασταυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασταυρώνω
- θα διασταυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασταυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διασταυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασταύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.