διαποτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.poˈti.zo.me/ & /ðʝa.poˈti.zo.me/
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαποτίζομαι | διαποτιζόμουν(α) | θα διαποτίζομαι | να διαποτίζομαι | ||
| β' ενικ. | διαποτίζεσαι | διαποτιζόσουν(α) | θα διαποτίζεσαι | να διαποτίζεσαι | (διαποτίζου) | |
| γ' ενικ. | διαποτίζεται | διαποτιζόταν(ε) | θα διαποτίζεται | να διαποτίζεται | ||
| α' πληθ. | διαποτιζόμαστε | διαποτιζόμαστε διαποτιζόμασταν |
θα διαποτιζόμαστε | να διαποτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαποτίζεστε | διαποτιζόσαστε διαποτιζόσασταν |
θα διαποτίζεστε | να διαποτίζεστε | (διαποτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διαποτίζονται | διαποτίζονταν διαποτιζόντουσαν |
θα διαποτίζονται | να διαποτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαποτίστηκα | θα διαποτιστώ | να διαποτιστώ | διαποτιστεί | ||
| β' ενικ. | διαποτίστηκες | θα διαποτιστείς | να διαποτιστείς | διαποτίσου | ||
| γ' ενικ. | διαποτίστηκε | θα διαποτιστεί | να διαποτιστεί | |||
| α' πληθ. | διαποτιστήκαμε | θα διαποτιστούμε | να διαποτιστούμε | |||
| β' πληθ. | διαποτιστήκατε | θα διαποτιστείτε | να διαποτιστείτε | διαποτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διαποτίστηκαν διαποτιστήκαν(ε) |
θα διαποτιστούν(ε) | να διαποτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαποτιστεί | είχα διαποτιστεί | θα έχω διαποτιστεί | να έχω διαποτιστεί | διαποτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαποτιστεί | είχες διαποτιστεί | θα έχεις διαποτιστεί | να έχεις διαποτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαποτιστεί | είχε διαποτιστεί | θα έχει διαποτιστεί | να έχει διαποτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαποτιστεί | είχαμε διαποτιστεί | θα έχουμε διαποτιστεί | να έχουμε διαποτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαποτιστεί | είχατε διαποτιστεί | θα έχετε διαποτιστεί | να έχετε διαποτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαποτιστεί | είχαν διαποτιστεί | θα έχουν διαποτιστεί | να έχουν διαποτιστεί | ||
Μεταφράσεις
διαποτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.