διαπλεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαπλεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπλέω
  2. θα διαπλεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπλέω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαπλεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάπλευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.