διαπιστώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαπιστώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστώνω
  2. θα διαπιστώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαπιστώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπίστωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.