διαπιστώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαπιστώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστώνω
- θα διαπιστώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαπιστώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπίστωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.