διαπαιδαγωγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαπαιδαγωγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπαιδαγωγώ
- θα διαπαιδαγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπαιδαγωγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διαπαιδαγωγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπαιδαγώγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.