διαπαιδαγωγήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαπαιδαγωγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπαιδαγωγώ
  2. θα διαπαιδαγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπαιδαγωγώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαπαιδαγωγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαπαιδαγώγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.