διανυκτερεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διανυκτερεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
  2. θα διανυκτερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διανυκτερεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανυκτέρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.