διακριβώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διακριβώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακριβώνω
- θα διακριβώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακριβώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διακριβώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακρίβωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.