διακηρύξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διακηρύξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακηρύττω
  2. θα διακηρύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακηρύττω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διακηρύξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακήρυξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.