διακηρύξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διακηρύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακηρύττω
- θα διακηρύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακηρύττω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διακηρύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακήρυξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.