διαβολεμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαβολεμένα < διαβολεμένος
Επίρρημα
διαβολεμένα
- με διαβολεμένο τρόπο, σαν διάβολος (μεταφορικά), πάρα πολύ, υπερβολικά
- έτρεχε διαβολεμένα γρήγορα
Μεταφράσεις
διαβολεμένα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.