διαβολεμένα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαβολεμένα < διαβολεμένος

Επίρρημα

διαβολεμένα

  1. με διαβολεμένο τρόπο, σαν διάβολος (μεταφορικά), πάρα πολύ, υπερβολικά
    έτρεχε διαβολεμένα γρήγορα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.