διαβιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαβιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιώνω
  2. θα διαβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαβιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.