διάολε

Νέα ελληνικά (el)

Επιφώνημα

διάολε!

  1. γαμώτο, έκφραση αγανάκτησης ή απογοήτευσης
  2. (σπανιότερα) έκφραση έκπληξης ή θαυμασμού

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διάολε

  • κλητική ενικού του διάολος . χρησιμοποιείται συνήθως ως επιφώνημα και δηλώνει εκνευρισμό ή αγανάκτηση κλπ
    διάολε, τι πράγματα είναι αυτά!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.