δηώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δηώνω < δηώ < αρχαία ελληνική δῃόω / δηϊόω / δῃῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈo.no/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δηώνω | δήωνα | θα δηώνω | να δηώνω | δηώνοντας | |
| β' ενικ. | δηώνεις | δήωνες | θα δηώνεις | να δηώνεις | δήωνε | |
| γ' ενικ. | δηώνει | δήωνε | θα δηώνει | να δηώνει | ||
| α' πληθ. | δηώνουμε | δηώναμε | θα δηώνουμε | να δηώνουμε | ||
| β' πληθ. | δηώνετε | δηώνατε | θα δηώνετε | να δηώνετε | δηώνετε | |
| γ' πληθ. | δηώνουν(ε) | δήωναν δηώναν(ε) |
θα δηώνουν(ε) | να δηώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δήωσα | θα δηώσω | να δηώσω | δηώσει | ||
| β' ενικ. | δήωσες | θα δηώσεις | να δηώσεις | δήωσε | ||
| γ' ενικ. | δήωσε | θα δηώσει | να δηώσει | |||
| α' πληθ. | δηώσαμε | θα δηώσουμε | να δηώσουμε | |||
| β' πληθ. | δηώσατε | θα δηώσετε | να δηώσετε | δηώστε | ||
| γ' πληθ. | δήωσαν δηώσαν(ε) |
θα δηώσουν(ε) | να δηώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δηώσει | είχα δηώσει | θα έχω δηώσει | να έχω δηώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δηώσει | είχες δηώσει | θα έχεις δηώσει | να έχεις δηώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δηώσει | είχε δηώσει | θα έχει δηώσει | να έχει δηώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δηώσει | είχαμε δηώσει | θα έχουμε δηώσει | να έχουμε δηώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δηώσει | είχατε δηώσει | θα έχετε δηώσει | να έχετε δηώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δηώσει | είχαν δηώσει | θα έχουν δηώσει | να έχουν δηώσει |
| |
Μεταφράσεις
δηώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.