δευτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δευτερώνω < μεσαιωνική ελληνική δευτερώνω < (ελληνιστική κοινή) δευτερόω / δευτερῶ < αρχαία ελληνική δεύτερος < δύο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αδευτέρωτα
- αδευτέρωτος
- δευτέρωμα
- δευτερωμένος
- → δείτε τη λέξη δεύτερος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δευτερώνω | δευτέρωνα | θα δευτερώνω | να δευτερώνω | δευτερώνοντας | |
| β' ενικ. | δευτερώνεις | δευτέρωνες | θα δευτερώνεις | να δευτερώνεις | δευτέρωνε | |
| γ' ενικ. | δευτερώνει | δευτέρωνε | θα δευτερώνει | να δευτερώνει | ||
| α' πληθ. | δευτερώνουμε | δευτερώναμε | θα δευτερώνουμε | να δευτερώνουμε | ||
| β' πληθ. | δευτερώνετε | δευτερώνατε | θα δευτερώνετε | να δευτερώνετε | δευτερώνετε | |
| γ' πληθ. | δευτερώνουν(ε) | δευτέρωναν δευτερώναν(ε) |
θα δευτερώνουν(ε) | να δευτερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δευτέρωσα | θα δευτερώσω | να δευτερώσω | δευτερώσει | ||
| β' ενικ. | δευτέρωσες | θα δευτερώσεις | να δευτερώσεις | δευτέρωσε | ||
| γ' ενικ. | δευτέρωσε | θα δευτερώσει | να δευτερώσει | |||
| α' πληθ. | δευτερώσαμε | θα δευτερώσουμε | να δευτερώσουμε | |||
| β' πληθ. | δευτερώσατε | θα δευτερώσετε | να δευτερώσετε | δευτερώστε | ||
| γ' πληθ. | δευτέρωσαν δευτερώσαν(ε) |
θα δευτερώσουν(ε) | να δευτερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δευτερώσει | είχα δευτερώσει | θα έχω δευτερώσει | να έχω δευτερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δευτερώσει | είχες δευτερώσει | θα έχεις δευτερώσει | να έχεις δευτερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δευτερώσει | είχε δευτερώσει | θα έχει δευτερώσει | να έχει δευτερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δευτερώσει | είχαμε δευτερώσει | θα έχουμε δευτερώσει | να έχουμε δευτερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δευτερώσει | είχατε δευτερώσει | θα έχετε δευτερώσει | να έχετε δευτερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δευτερώσει | είχαν δευτερώσει | θα έχουν δευτερώσει | να έχουν δευτερώσει |
| |
Μεταφράσεις
δευτερώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.