δεκατετράστιχο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεκατετράστιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του δεκατετράστιχος

Ουσιαστικό

δεκατετράστιχο ουδέτερο

  1. ποίημα από δεκατέσσερις στίχους (βλέπε σονέτο)
  2. τμήμα ποιήματος από δεκατέσσερις στίχους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.