δάγκειος πυρετός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δάγκειος πυρετός <  δείτε τις λέξεις δάγκειος και πυρετός

Πολυλεκτικός όρος

δάγκειος πυρετός αρσενικό

  • (ιατρική) ιογενής τροπική ασθένεια που μεταδίδεται από κουνούπια και εκδηλώνεται με πυρετό, πόνους στο κεφάλι, στους μυς και τις αρθρώσεις, χαρακτηριστικό ερύθημα και σε κάποιες περιπτώσεις με αιμορραγία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.