γραμματικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γραμματικώς < γραμματικός
Επίρρημα
γραμματικώς και γραμματικά
- (λόγιο) όσον αφορά στη γραμματική
- αυτό που έγραψες είναι γραμματικώς και συντακτικώς λανθασμένο
Μεταφράσεις
γραμματικώς
|
→ δείτε τη λέξη γραμματικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.