γούφερ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γούφερ
(
νεολογισμός
)
<
(
μεταγραφή
)
αγγλική
woofer
Ουσιαστικό
γούφερ
ουδέτερο
άκλιτο
(
τεχνολογία
)
μεγάφωνο
που αναπαράγει
ήχους
χαμηλών
συχνοτήτων
υπογούφερ
τουίτερ
μιντρέιντζ
Μεταφράσεις
γούφερ
αγγλικά
:
woofer
(en)
γαλλικά
:
woofer
(fr)
,
boomer
(fr)
γερμανικά
:
Tieftöner
(de)
ιταλικά
:
woofer
(it)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.