γουρσούζης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γουρσούζης < (άμεσο δάνειο) τουρκική uğursuz < uğur + -suz < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuɾˈsu.zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γουρσούζης

Επίθετο

γουρσούζης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.