γουρσούζης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γουρσούζης < (άμεσο δάνειο) τουρκική uğursuz < uğur + -suz < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuɾˈsu.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γουρ‐σού‐ζης
Πηγές
- γουρσούζης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.