γονιμοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γονιμοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γονιμοποιώ
  2. θα γονιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γονιμοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γονιμοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γονιμοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.