γοητευτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γοητευτικά
<
γοητευτικός
Επίρρημα
γοητευτικά
με
γοητευτικό
τρόπο,
γοητεύοντας
ή προσπαθώντας να γοητεύσει
Μεταφράσεις
γοητευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γοητευτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
γοητευτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.