γνωστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γνωστικά < μεσαιωνική ελληνική γνωστικά < γνωστικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
γνωστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γνωστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γνωστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.