γλουταμινικό οξύ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλουταμινικό οξύ < γλουτ(ένιο) + αμίν(η) + -ικό + οξύ.

Πολυλεκτικός όρος

Συντακτικός τύπος γλουταμινικού οξέος.

γλουταμινικό οξύ ουδέτερο και γλουταμικό οξύ ουδέτερο

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο HOOC-(CH2)2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Glu ή E

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.