βραχυχρόνια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾa.çiˈxɾo.ni.a/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βραχυχρόνια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βραχυχρόνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βραχυχρόνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.