βραχυχρόνια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾa.çiˈxɾo.ni.a/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βραχυχρόνια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βραχυχρόνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βραχυχρόνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.