βράσσω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
βράσσω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
βράσσω
(για
ναυάγιο
)
εκβράζω
,
ρίχνω
με
δύναμη
στην
ακτή
λιχνίζω
βράζω
αττικός τύπος
:
βράττω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.