βουτύρατα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βουτύρατα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βούτυρο, αντί του βούτυρα στην κοινή νεοελληνική
Πηγές
- βούτυρο (Πληθ. βουτύρατα πολλαχ.) - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.