βουτυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βουτυρώνομαι | βουτυρωνόμουν(α) | θα βουτυρώνομαι | να βουτυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | βουτυρώνεσαι | βουτυρωνόσουν(α) | θα βουτυρώνεσαι | να βουτυρώνεσαι | (βουτυρώνου) | |
| γ' ενικ. | βουτυρώνεται | βουτυρωνόταν(ε) | θα βουτυρώνεται | να βουτυρώνεται | ||
| α' πληθ. | βουτυρωνόμαστε | βουτυρωνόμαστε βουτυρωνόμασταν |
θα βουτυρωνόμαστε | να βουτυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | βουτυρώνεστε | βουτυρωνόσαστε βουτυρωνόσασταν |
θα βουτυρώνεστε | να βουτυρώνεστε | (βουτυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | βουτυρώνονται | βουτυρώνονταν βουτυρωνόντουσαν |
θα βουτυρώνονται | να βουτυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βουτυρώθηκα | θα βουτυρωθώ | να βουτυρωθώ | βουτυρωθεί | ||
| β' ενικ. | βουτυρώθηκες | θα βουτυρωθείς | να βουτυρωθείς | βουτυρώσου | ||
| γ' ενικ. | βουτυρώθηκε | θα βουτυρωθεί | να βουτυρωθεί | |||
| α' πληθ. | βουτυρωθήκαμε | θα βουτυρωθούμε | να βουτυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | βουτυρωθήκατε | θα βουτυρωθείτε | να βουτυρωθείτε | βουτυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | βουτυρώθηκαν βουτυρωθήκαν(ε) |
θα βουτυρωθούν(ε) | να βουτυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βουτυρωθεί | είχα βουτυρωθεί | θα έχω βουτυρωθεί | να έχω βουτυρωθεί | βουτυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις βουτυρωθεί | είχες βουτυρωθεί | θα έχεις βουτυρωθεί | να έχεις βουτυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βουτυρωθεί | είχε βουτυρωθεί | θα έχει βουτυρωθεί | να έχει βουτυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βουτυρωθεί | είχαμε βουτυρωθεί | θα έχουμε βουτυρωθεί | να έχουμε βουτυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βουτυρωθεί | είχατε βουτυρωθεί | θα έχετε βουτυρωθεί | να έχετε βουτυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βουτυρωθεί | είχαν βουτυρωθεί | θα έχουν βουτυρωθεί | να έχουν βουτυρωθεί | ||
Μεταφράσεις
βουτυρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.