βοστρυχώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βοστρυχώνω < ελληνιστική κοινή βοστρυχόομαι < αρχαία ελληνική βόστρυχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.stɾiˈxo.no/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βόστρυχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βοστρυχώνω | βοστρύχωνα | θα βοστρυχώνω | να βοστρυχώνω | βοστρυχώνοντας | |
| β' ενικ. | βοστρυχώνεις | βοστρύχωνες | θα βοστρυχώνεις | να βοστρυχώνεις | βοστρύχωνε | |
| γ' ενικ. | βοστρυχώνει | βοστρύχωνε | θα βοστρυχώνει | να βοστρυχώνει | ||
| α' πληθ. | βοστρυχώνουμε | βοστρυχώναμε | θα βοστρυχώνουμε | να βοστρυχώνουμε | ||
| β' πληθ. | βοστρυχώνετε | βοστρυχώνατε | θα βοστρυχώνετε | να βοστρυχώνετε | βοστρυχώνετε | |
| γ' πληθ. | βοστρυχώνουν(ε) | βοστρύχωναν βοστρυχώναν(ε) |
θα βοστρυχώνουν(ε) | να βοστρυχώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βοστρύχωσα | θα βοστρυχώσω | να βοστρυχώσω | βοστρυχώσει | ||
| β' ενικ. | βοστρύχωσες | θα βοστρυχώσεις | να βοστρυχώσεις | βοστρύχωσε | ||
| γ' ενικ. | βοστρύχωσε | θα βοστρυχώσει | να βοστρυχώσει | |||
| α' πληθ. | βοστρυχώσαμε | θα βοστρυχώσουμε | να βοστρυχώσουμε | |||
| β' πληθ. | βοστρυχώσατε | θα βοστρυχώσετε | να βοστρυχώσετε | βοστρυχώστε | ||
| γ' πληθ. | βοστρύχωσαν βοστρυχώσαν(ε) |
θα βοστρυχώσουν(ε) | να βοστρυχώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βοστρυχώσει | είχα βοστρυχώσει | θα έχω βοστρυχώσει | να έχω βοστρυχώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βοστρυχώσει | είχες βοστρυχώσει | θα έχεις βοστρυχώσει | να έχεις βοστρυχώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βοστρυχώσει | είχε βοστρυχώσει | θα έχει βοστρυχώσει | να έχει βοστρυχώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βοστρυχώσει | είχαμε βοστρυχώσει | θα έχουμε βοστρυχώσει | να έχουμε βοστρυχώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βοστρυχώσει | είχατε βοστρυχώσει | θα έχετε βοστρυχώσει | να έχετε βοστρυχώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βοστρυχώσει | είχαν βοστρυχώσει | θα έχουν βοστρυχώσει | να έχουν βοστρυχώσει |
| |
Μεταφράσεις
βοστρυχώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.