βιο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βιο- < βίος

Πρόθημα

βιο- και βιό-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη ζωή και τα έμβια όντα
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη ζωή ενός ανθρώπου
  3. πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη χρήση φυσικών μεθόδων παραγωγής
    βιοκαλλιέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.