βιοπορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- βιοπορισμός
- βιοποριστικά
- βιοποριστικός
- → δείτε τις λέξεις βίος και πόρος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιοπορίζομαι | βιοποριζόμουν(α) | θα βιοπορίζομαι | να βιοπορίζομαι | ||
| β' ενικ. | βιοπορίζεσαι | βιοποριζόσουν(α) | θα βιοπορίζεσαι | να βιοπορίζεσαι | (βιοπορίζου) | |
| γ' ενικ. | βιοπορίζεται | βιοποριζόταν(ε) | θα βιοπορίζεται | να βιοπορίζεται | ||
| α' πληθ. | βιοποριζόμαστε | βιοποριζόμαστε βιοποριζόμασταν |
θα βιοποριζόμαστε | να βιοποριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | βιοπορίζεστε | βιοποριζόσαστε βιοποριζόσασταν |
θα βιοπορίζεστε | να βιοπορίζεστε | (βιοπορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | βιοπορίζονται | βιοπορίζονταν βιοποριζόντουσαν |
θα βιοπορίζονται | να βιοπορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιοπορίστηκα | θα βιοποριστώ | να βιοποριστώ | βιοποριστεί | ||
| β' ενικ. | βιοπορίστηκες | θα βιοποριστείς | να βιοποριστείς | βιοπορίσου | ||
| γ' ενικ. | βιοπορίστηκε | θα βιοποριστεί | να βιοποριστεί | |||
| α' πληθ. | βιοποριστήκαμε | θα βιοποριστούμε | να βιοποριστούμε | |||
| β' πληθ. | βιοποριστήκατε | θα βιοποριστείτε | να βιοποριστείτε | βιοποριστείτε | ||
| γ' πληθ. | βιοπορίστηκαν βιοποριστήκαν(ε) |
θα βιοποριστούν(ε) | να βιοποριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βιοποριστεί | είχα βιοποριστεί | θα έχω βιοποριστεί | να έχω βιοποριστεί | βιοπορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις βιοποριστεί | είχες βιοποριστεί | θα έχεις βιοποριστεί | να έχεις βιοποριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βιοποριστεί | είχε βιοποριστεί | θα έχει βιοποριστεί | να έχει βιοποριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιοποριστεί | είχαμε βιοποριστεί | θα έχουμε βιοποριστεί | να έχουμε βιοποριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βιοποριστεί | είχατε βιοποριστεί | θα έχετε βιοποριστεί | να έχετε βιοποριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιοποριστεί | είχαν βιοποριστεί | θα έχουν βιοποριστεί | να έχουν βιοποριστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.