βελτιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βελτιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βελτιώνω
  2. θα βελτιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βελτιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βελτιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βελτίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.