βαφτίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βαφτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαφτίζω
  2. θα βαφτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαφτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βαφτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βάφτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.