βασκάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασκάνω < βασκαίνω < αρχαία ελληνική βάσκανος (ο μάγος, που κάνει μάγια)
Ρήμα
βασκάνω ( & αβασκάνω & βασκαίνω) παθητικό βασκάνομαι- βασκαίνομαι
- ματιάζω
- Φτου σου μωράκι μου, να μη σε βασκάνω
- (ειρωνικά) για κάποιον που δεν αξίζει διόλου το θαυμασμό ώστε να προσελκύσει το "κακό μάτι"
- Φτου, να μη σε βασκάνουμε, τα έκανες θάλασσα!
- παθητικό το ίδιο:
- Με βασκάνανε ή Βασκάθηκα και ολη μέρα σέρνομαι (με μάτιασαν, ματιάστηκα)
Τύποι
- βασκάνω, βάσκανα ή εβάσκανα, θα βασκάνω, βάσκανα και εβάσκανα, έχω βασκάνει, μτχ. βασκάνοντας
- βασκάνομαι, θα αβασκαθώ και βασκαθώ, μτχ παθ. παρακ. βασκαμένος ή δανείζεται το ματιασμένος (παλιότερα ή και σήμερα στην εκκλησία, χρησιμοποιείται και η μετοχή αορίστου βασκανθείς)
Μεταφράσεις
βασκάνω
|
→ δείτε τη λέξη ματιάζω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.