βανδαλικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βανδαλικά < βανδαλικ(ός) +-ά
Επίρρημα
βανδαλικά
- κατά βανδαλικό τρόπο
Μεταφράσεις
βανδαλικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βανδαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βανδαλικό, ουδέτερο του βανδαλικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.