αὔχησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὔχησῐς | αἱ | αὐχήσεις |
| γενική | τῆς | αὐχήσεως | τῶν | αὐχήσεων |
| δοτική | τῇ | αὐχήσει | ταῖς | αὐχήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | αὔχησῐν | τὰς | αὐχήσεις |
| κλητική ὦ! | αὔχησῐ | αὐχήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐχήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐχησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αὔχησις θηλυκό
- η καυχησιά, το καύχημα η έπαρση
- η μεγαλόφωνη, δημόσια έκφραση αγαλλίασης για κάτι για το οποίο ένας άνθρωπος νιώθει υπερήφανος
Συγγενικά
- αὔχημα
- καυχάομαι
- → και δείτε τη λέξη αὐχέω
Πηγές
- αὔχησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὔχησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.