αὐτόσσυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αὐτόσσυτος < αὐτός + σεύομαι
Επίθετο
ὁ, ἡ αὐτόσσυτος,ον
- που έρχεται γοργά με δική του πρωτοβουλία, βιάζεται επειδή το θέλει ο ίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.